- τραυλός
- -ή, -ό / τραυλός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και τρευλός, -ή, -ό, Ναυτός που πάσχει από τραυλισμό, ψευδόςνεοελλ.βραδύγλωσσοςαρχ.(για χελιδόνι) αυτό που τερετίζει.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. επίθ. το οποίο εμφανίζει φωνηεντισμό -α- (χαρακτηριστικό για λ. τού καθημερινού λεξιλογίου, πρβλ. σκαμβός) και επίθημα -λός που απαντά και σε άλλα επίθ. τα οποία δηλώνουν σωματικές αναπηρίες (πρβλ. σιφ-λός, τυφ-λός, χω-λός). Η λ. θα μπορούσε, κατά μία άποψη, να ερμηνευθεί ως προϊόν ονοματοποιίας από τους ήχους που παράγουν οι τραυλοί στην προσπάθειά τους να μιλήσουν, ενώ έχει προταθεί και η σύνδεσή της με τη λ. τραῦμα. Κατ' άλλη, τέλος, άποψη, όχι τόσο πιθανή, η λ. τραυ-λός έχει προέλθει (με δυσερμήνευτη αποβολή τού -σ-) από έναν αμάρτυρο τ. *τρασύς, ο οποίος ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα τού ρ. τέρσομαι* «ξηραίνομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.