τραυλός

τραυλός
-ή, -ό / τραυλός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και τρευλός, -ή, -ό, Ν
αυτός που πάσχει από τραυλισμό, ψευδός
νεοελλ.
βραδύγλωσσος
αρχ.
(για χελιδόνι) αυτό που τερετίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. επίθ. το οποίο εμφανίζει φωνηεντισμό -α- (χαρακτηριστικό για λ. τού καθημερινού λεξιλογίου, πρβλ. σκαμβός) και επίθημα -λός που απαντά και σε άλλα επίθ. τα οποία δηλώνουν σωματικές αναπηρίες (πρβλ. σιφ-λός, τυφ-λός, χω-λός). Η λ. θα μπορούσε, κατά μία άποψη, να ερμηνευθεί ως προϊόν ονοματοποιίας από τους ήχους που παράγουν οι τραυλοί στην προσπάθειά τους να μιλήσουν, ενώ έχει προταθεί και η σύνδεσή της με τη λ. τραῦμα. Κατ' άλλη, τέλος, άποψη, όχι τόσο πιθανή, η λ. τραυ-λός έχει προέλθει (με δυσερμήνευτη αποβολή τού -σ-) από έναν αμάρτυρο τ. *τρασύς, ο οποίος ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα τού ρ. τέρσομαι* «ξηραίνομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τραυλός — mispronouncing letters masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραυλός — ή, ό 1.αυτός που πάσχει από τραυλισμό, ψευδός, τσεβδός. 2. βραδύγλωσσος, κεκές: Τραυλός και δικηγόρος; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τραυλά — τραυλός mispronouncing letters neut nom/voc/acc pl τραυλά̱ , τραυλός mispronouncing letters fem nom/voc/acc dual τραυλά̱ , τραυλός mispronouncing letters fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραυλῶν — τραυλός mispronouncing letters fem gen pl τραυλός mispronouncing letters masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραυλόν — τραυλός mispronouncing letters masc acc sg τραυλός mispronouncing letters neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραυλαί — τραυλός mispronouncing letters fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραυλοῖς — τραυλός mispronouncing letters masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραυλοῖσι — τραυλός mispronouncing letters masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραυλοί — τραυλός mispronouncing letters masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραυλοῦ — τραυλός mispronouncing letters masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”